ΕΙΡΗΝΗ ΑΛΙΦΕΡΗ
Η Ειρήνη
Αλιφέρη γεννήθηκε το 1946 στον Πειραιά, από την Άννα και τον Παναγιώτη Αλιφέρη.
Μετά την αποφοίτησή της από το Πανεπιστήμιο Αθηνών (Αγγλική Φιλολογία),
πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμια του Νόττιγχαμ (αγγλικές
σπουδές για ξενόγλωσσους μαθητές), ενώ από το Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ παίρνει
Μaster Καλών Τεχνών.
Εργάστηκε
σε φροντιστήριο Αγγλικών στον Πειραιά και επιδόθηκε με ζηλευτή επιτυχία στην
λογοτεχνία. Χαρακτηριστικός είναι ο λιτός στίχος της, ο πηγαίος, αγνός και
ιδιότυπος λυρισμός της και ο ελληνοκεντρικός ποιητικός της λόγος.
Ο
Οδυσσέας Ελύτης και ο Νίκος Γκάτσος μιλούν για την «ποιητική της ιδιοφυϊα».
Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του Ελύτη:
Αγαπητή φίλη,
Ένα σύντομο γράμμα –που αυτό σπάνια το επιχειρώ από
έλλειψη χρόνου. Όχι μόνον ποιότητα υψηλή βρήκα στους στίχους σας αλλά και την
«κρίση ποιητική» εξαιρετικά ανεπτυγμένη… Είναι κρίμα που δεν υπάρχει κριτική
στην Ελλάδα. Θα μπορούσε να φέρει πολλούς σας στίχους για παράδειγμα.
Σας ευχαριστώ και σας σφίγγω συναδελφικά το χέρι.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Η Ειρήνη
Αλιφέρη πέθανε στον Πειραιά τον Νοέμβριο του 2009.
ΤΑ ΕΡΓΑ
ΤΗΣ
«ΙΔΙΟΜΕΛΑ»
«ΑΠΟΔΕΙΠΝΑ»
«ΤΑ
ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΑ»
«ΕΝΔΟΣΚΟΠΙΟΝ»
«ΙΟΥΛΙΑΝΗ
Η ΠΑΡΑΒΑΤΙΣΣΑ»
«ΦΩΤΟΣΜΙΑΣΕΙΣ»
«ΤΗ
ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΔΩΣΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ»
ΑΝΘΟΛΟΓΙΣΜΑ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ της ΕΙΡΗΝΗΣ ΑΛΙΦΕΡΗ
Μαθαίνω
τη σιωπή. Την ορθογραφώ, την καλλιγραφώ, τη συνοδεύω στο θειάφι των αμπελιών
και στο ασημί ωδείο των ελαιώνων. Την ερωτεύω με τον αχινό, τη γειτονεύω με
γρηές φραγκοσυκιές, και λέω να της εκμηστηρευτώ το περιβόλι με τις ψηλόφλουδες
κιθάρες και τα δίφορα βιολοντσέλλα, που τραγουδάνε φίλντισι και ζάχαρη μέχρι να
σκάσουνε σα φωσφορίζοντα ρόδια οι λέξεις πάνω στο μεγάλο καρποφόρο, την Ποίηση!
Λας,
1984
«ΙΟΥΛΙΑΝΗ Η ΠΑΡΑΒΑΤΙΣΣΑ»
Χαρίζω
στον εαυτό μου μια φούχτα
μέρες
τέλειας απομόνωσης.
Να
χορτάσω σύγκορμη τις αισθήσεις.
Να γευτώ
τις λέξεις
αμαγείρευτες,
να τις δαγκώσω με το
φλούδι,
κι ας πικρίζουν.
Έχω
γραφτεί στην πρώτη τάξη
της
συνειδητής ερήμωσης.
Αμάθητη
από τόση παρουσία του
εαυτού
μου, με πονάει πολύ το μολύβι.
Πέτρινο
τ’ αλφαβητάρι,
πρέπει
να το μελετήσω
με τα
μάτια ξυπόλητα.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………...
-Κρινάκι
μου, γιατί δεν κατεβαίνεις
προς τον
κάμπο, να βλέπουν κι άλλο άνθρωποι
την
ομορφιά σου;
-Αν
κατέβω θ’ ασχημήνω. Με τ’ ανέβασμά
τους
ομορφαίνω.
Έτσι
πείστηκα πως η Ποίηση, ναι, φεύγει
μακριά
απ’ τους ανθρώπους για να υπάρξει.
«ΕΝΔΟΣΚΟΠΙΟΝ»
Έσκυβαν
οι τρούλοι με τους Παντοκράτορες
να δούνε
στις παλάμες μας το πρόσωπό τους
άναβαν
πασχαλιάτικα κεριά.
Ψέλνοντας
τα καλά μας λόγια
το πώς
πέφτει πρωτοβρόχι στη θάλασσα
το πώς
μπορείς ν’ αγαπηθείς
μυρίζοντας
κοντά μου σα χρυσάνθεμο.
«ΑΠΟΔΕΙΠΝΑ»
Μιλάμε
για τον τόπο αυτό
όπως
μιλάμε για τον άνθρωπό μας.
Μιλάμε
για τον άνθρωπό μας
όπως
μιλάμε για τον τόπο αυτόν.
«ΤΑ ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΑ»
Τίποτα
δεν ζήλεψα πιο πολύ
απ’ το
περήφανο παράδειγμα του Ήλιου.
Ας ήταν
ν’ ανέβαινα τα πρώτα
προτού
με καταπιούν οι ορίζοντες
κι ας
πέθαινα
τη μέρα
μια φορά.
«ΤΑ ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΑ»
Να ‘χα
μια ταράτσα καλοκαιρινή
δώδεκα
Ιούληδες το χρόνο
ένα
φεγγαρίσιο πιάνο
κρεμαστό
στη θάλασσα
Να ‘χα
βοτσάλινα χαρτιά
και
κοχυλένια πένα
για ν’
αρμυρίζουν οι άνθρωποι
όταν
μιλούν για μας.
«ΤΑ ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΑ»
Άραγε
πόσοι να ΄χουν βγάλει
το
Δημοτικό Σχολείο της Ευαισθησίας
για
πόσους αναλφάβητους
πάει τ’
αλφάβητό μας στράφι.
Είμαστ’
από νύχτα κάτασπρη.
μυρίζουμε
πιο δυνατά
η
λεμονιά, το γιασεμί, το φούλι
και η
αγνότητα.
«ΕΝΔΟΣΚΟΠΙΟΝ»